χαζαροπρόσωπος

χαζαροπρόσωπος
ὁ, Μ
αυτός που έχει πρόσωπο Χαζάρου, που μοιάζει με Χαζάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαζάρος, μέλος αρχ. τουρκ. λαού + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο-πρόσωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”